- σαλπιγγεκτομή
- η, Νιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τής μιας ή και τών δύο σαλπίγγων τής μήτρας σε περίπτωση φλεγμονής ή όγκου τού οργάνου ή, ακόμη, και σε εξωμήτρια κύηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. salpingectomy (< σάλπιγγα + εκτομή)].
Dictionary of Greek. 2013.